Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μακρὰ β

См. также в других словарях:

  • μάκρα — μάκρᾱ , μάκρα bath tub fem nom/voc/acc dual μάκρᾱ , μάκρα bath tub fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μάκρᾱ , μάκρος length neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκρα — μάκρα, ἡ (Α) 1. σκάφη ζυμώματος, η μάκτρα 2. επιγρ. η σαρκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκτρα* με αποβολή τού τ μεταξύ κ και ρ (πρβλ. οἰκτρός: οἰκρός). Το ίδιο συμβαίνει και με το συμφωνικό σύμπλεγμα σθλ (πρβλ. ἐσθλός: ἐσλός)] …   Dictionary of Greek

  • μάκρᾳ — μάκραι , μάκρα bath tub fem nom/voc pl μάκρᾱͅ , μάκρα bath tub fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρά — μακρός long neut nom/voc/acc pl μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc/acc dual μακρά̱ , μακρός long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακρά, η — Ακατοίκητη νησίδα (υψόμ. 128 μ.) του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Βρίσκεται ΝΑ της Ανάφης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανάφης του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μακρά, τα — Ακατοίκητη νησίδα του Αιγαίου πελάγους, στο σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Ανάφης του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • μακρᾷ — μακρός long fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακρά Λογκά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 62 χλμ. ΒΑ του Μεσολογγίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραβόλας …   Dictionary of Greek

  • Μακρά Τείχη — Ονομασία δύο τειχών ελληνικών πόλεων της κλασικής εποχής. 1. Ονομασία δύο τμημάτων τειχών, τα οποία ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά και αποτελούσαν μέρος του μεγάλου αμυντικού έργου του αθηναϊκού κράτους. Διακρίνονταν στο Βόρειο, στο Νότιο ή διά… …   Dictionary of Greek

  • μάκρας — μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem acc pl μάκρᾱς , μάκρα bath tub fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάκραν — μάκρᾱν , μάκρα bath tub fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»